πλατύς

πλατύς
πλᾰτύς, εῖα, ύ, [dialect] Ion. fem.
A

πλατέα Hdt.2.156

: acc. pl. fem.

πλατέας PMag.Par.1.1086

:—wide, broad,

τελαμών Il.5.796

;

πτύον 13.588

; αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν broad herds, i.e. large or spread over a wide space, 2.474, Od.14.101, Hes.Th.445;

π. πρόσοδοι Pi.N.6.45

;

ὁδοί X.Cyr. 1.6.43

, IG22.380.20; τὴν ὁδὸν τὴν π. Broad Street, SIG57.27 (Milet., v B.C.); similarly,

π. ὁδὸς τῶν θεῶν PStrassb.85.22

(ii B.C.) (cf. infr. 11);

κιβώτιον π. IG12.330.20

;

τάφρος ὡς πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη X. Cyr.7.5.9

.
2 flat, level,

χῶρος π. καὶ πολλός Hdt.4.39

;

πλατυτάτης . . γῆς οὔσης Θετταλίας X.HG6.1.9

;

πότερον ἡ γῆ π. ἐστιν ἢ στρογγύλη Pl.Phd.97d

; κάρυα τὰ π., i.e. chestnuts, Hp.Vict.2.55, Diocl.Fr.126, X.An.5.4.29; σελάχη, ἰχθύες, Arist.HA489b31, PA695b7;

ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ' Pherecr.143.2

.
3 of a man, broad-shouldered,

οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ' εὐρύνωτοι S.Aj.1250

, cf. UPZ121.19 (ii B.C.).
4 of seasons, far advanced, ἔαρ Procl.ad Hes.Op.483.
5 metaph., π. ὅρκος a broad strong oath, Emp.30.3, cf. 115.2; κατάγελως π. flat (i.e. downright) mockery, Ar.Ach.1126; π. φλήναφος Amelius ap.Porph. Plot.17, 18; but πλατὺ γελάσαι, καταγελᾶν, laugh loud and rudely, Philostr.VA7.39, VS1.20.2;

καταχρεμψαμένη πλατύ Ar.Pax 815

, cf. Luc.Cat.12.
6 broad, of pronunciation,

π. λέξις Hermog. Id.1.6

;

φωνή Poll.2.116

;

πλατέα λαλοῦσι πάντα οἱ Δωριεῖς Demetr. Eloc.177

.
7 diffuse,

λέξις D.H.Dem.19

. Adv. -έως ibid.: [comp] Comp. -ύτερον in fuller detail,

διαλεξόμεθα S.E.P.2.219

, cf. Sor.2.5, Hdn.2.15.6; -υτέρως Tz.ad Lyc.177: [comp] Sup.

-υτάτως Id.H.12.890

.
b Adv. -έως loosely, opp. ἀκριβῶς, Phld.Rh.1.248 S.
8 widespread, frequent,

χρῆσις Choerob.in Theod.1.332

: [comp] Comp., ib.267.
9 π. δρόμος, = Lat. cursus clabularis, Lyd.Mag.3.61.
II Subst. πλατεῖα (sc. ὁδός, cf.S.E.P.1.188, and v.supr.1.1), , street, Philem.58, Herod. 6.53, OGI491.9 (Pergam.), LXXGe.19.2, D.S.17.52, Str.17.1.10, Ev.Matt.12.19;

οἱ ἐν τῇ Σκυτικῇ π. τεχνεῖται IGRom.4.790

, cf. 791, al. ([place name] Apamea); hence Σεβαστὴ π. name of a guild, ib.3.711 ([place name] Sura);

ἡ ἱερωτάτη π. CIG3960b6

([place name] Apamea).
b (sc. χείρ) flat of the hand,

ταῖσι πλατείαις τυπτόμενος Ar.Ra.1096

;

πλατείᾳ τῇ χειρί Philum.Ven. 5.3

.
c a kind of dish or cup, IG11(2).110.22, al. (Delos, iii B.C.).
d broad stripe or border, Demetr.Eloc.108.
III salt, brackish,

πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι Hdt.2.108

; πλατέα or πλατύτερα ὕδατα, Arist.Mete.358b4, 358a28 (but

πλατὺς Ἑλλήσποντος Il.7.86

, 17.432, is not the salt, but the broad, Hellespont, cf. A. Pers.875 (lyr.), wrongly expld. by Ath.2.41b). (Cf. Skt. pṛthú- 'broad', práthati 'spread out', etc. But in signf. 111 cogn. with Skt. pa[tnull ]u- 'sharp', 'pungent', tripa[tnull ]u 'the three saline substances'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλατύς — wide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

  • πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύτερον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”